- φάντεν
- το, Νάκλ. μετρολ. μονάδα όγκου τής Λιθουανίας, ισοδύναμη με 4,077 κυβικά μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. faden].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φαντέν-Λατούρ, Aνρί — (Latour, Γκρενόμπλ 1836 – Μπιρέ, Ορν 1904). Γάλλος ζωγράφος. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο πατέρας του, καθηγητής σχεδίου, που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1840· ύστερα έγινε μαθητής του Λεκόκ ντε Μπουαμπαντράν. Το 1851 άρχισε τις σπουδές του στην… … Dictionary of Greek
Μακ Φάντεν, Ντάνιελ — (Daniel McFadden, Βόρεια Καρολίνα 1937 –). Αμερικανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη σχολή φυσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, έχοντας στο ενεργητικό του την κατασκευή ενός τηλεσκοπίου ακτίνων Χ. Συνέχισε για… … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… … Dictionary of Greek
λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… … Dictionary of Greek
Χουίσλερ, Τζέιμς Άμποτ — (Whistler, Λόουελ, Μασαχουσέτη 1834 – Λονδίνο 1903). Αμερικανός ζωγράφος. Έζησε από τα παιδικά του χρόνια στην Ευρώπη και το 1855 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, στο εργαστήριο του Γκλερ, γνώρισε τον Φαντέν Λατούρ, τον Κουρμπέ και τους… … Dictionary of Greek